- ἐπεργασίᾳ
- ἐπεργασίαι , ἐπεργασίαcultivation of another's landfem nom/voc plἐπεργασίᾱͅ , ἐπεργασίαcultivation of another's landfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεργασία — ἐπεργασία, η (Α) [επεργάζομαι] παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.) 2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ… … Dictionary of Greek
ἐπεργασίας — ἐπεργασίᾱς , ἐπεργασία cultivation of another s land fem acc pl ἐπεργασίᾱς , ἐπεργασία cultivation of another s land fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεργασίαν — ἐπεργασίᾱν , ἐπεργασία cultivation of another s land fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεργασιῶν — ἐπεργασία cultivation of another s land fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)